Όβριος

Όβριος
Επίθετο του Δία, ως αίτιου για τις βροχές. Βωμός του υπήρχε στην κορυφή του Υμηττού, όπου βρισκόταν και το άγαλμα του Υμηττίου Δία, και άλλος στην Αθήνα, η ίδρυση του οποίου αποδίδεται στον Δευκαλίωνα. Άλλο ιερό του Ό. Δία είχε ιδρυθεί στην Πάρνηθα, όπου γίνονταν θυσίες προς τιμή του, άλλοτε ως Ο. και άλλοτε ως Απημίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Οβραίος — και Οβριός, ο, θηλ. Οβραία και Οβριά Εβραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Οβραίος σχηματίστηκε από υπερίσχυση τού άρθρου ο: ο Εβραίος > Οβραίος (πρβλ. ο έμορφος > όμορφος). Ο τ. Οβριός < Οβραίος, με συνίζηση (πρβλ. ελαία > ελιά)] …   Dictionary of Greek

  • Griechische Inseln — Zu Griechenland gehören mehr als 3.000 Inseln, von denen jedoch nur 78 mehr als 100 Einwohner haben. Die wichtigsten Inseln sind: Inhaltsverzeichnis 1 Inseln im Ionischen Meer 1.1 Ionische Inseln 1.1.1 Diapontische Inseln (Διαπόντια νησιά) 1.1.2 …   Deutsch Wikipedia

  • Liste der griechischen Inseln — Zu Griechenland gehören mehr als 3.000 Inseln, von denen jedoch nur 78 mehr als 100 Einwohner haben. Die wichtigsten Inseln sind: Inhaltsverzeichnis 1 Inseln im Ionischen Meer 1.1 Ionische Inseln 1.1.1 Diapontische Inseln (Διαπόντια νησιά) 1.1.2 …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Inseln — Zu Griechenland gehören mehr als 3.000 Inseln, von denen jedoch nur 78 mehr als 100 Einwohner haben. Inhaltsverzeichnis 1 Inseln im Ionischen Meer 1.1 Ionische Inseln 1.1.1 Diapontische Inseln (Διαπόντια νησιά) …   Deutsch Wikipedia

  • Οβραιοπούλα — και Οβριοπούλα, η μικρή Εβραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Οβραίος / Οβριός + υποκορ. κατάλ. πούλα] …   Dictionary of Greek

  • εβραίος — και οβραίος, α και αίισσα, ο και οβριός, ιά (AM ἑβραῑος, α, ον) αυτός που ανήκει στο εβραϊκό έθνος, Ιουδαίος, Ισραηλίτης νεοελλ. άνθρωπος που έχει χαρακτήρα Εβραίου, ελαττώματα που αποδίδονται στους Εβραίους, τσιγγούνης, σκληρός, συμφεροντολόγος… …   Dictionary of Greek

  • οβραιοσύνη — και οβριοσύνη, η εβραιοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Οβραίος / Οβριός + κατάλ. σύνη (πρβλ. δικαιοσύνη)] …   Dictionary of Greek

  • οβριακή — η [Οβριός] 1. η εβραϊκή γλώσσα 2. συνοικία που κατοικείται από Εβραίους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”